ατόφυος

ατόφυος
-α, -ο
1. φυσικός, γνήσιος
2. αυτός ο ίδιος, ίδιος και απαράλλαχτος
3. αμετάβλητος
4. ολόκληρος, ακέραιος
5. ευθύς, ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αυτόφυος < αρχ. αυτοφυής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκάμωτος — η, ο (Μ αὐτοκάμωτος, η, ον) ατόφυος, γνήσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”